εφαρμοσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφαρμοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφαρμόζω, εφαρμόζομαι
Μετοχή επεξεργασία
εφαρμοσμένος, -η, -ο
- που εφαρμόζεται
- για κλάδο μιας επιστήμης που ασχολείται με την πρακτική εφαρμογή παρά τη θεωρητική έρευνα
- εφαρμοσμένα μαθηματικά