Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφαρμοσμένος η εφαρμοσμένη το εφαρμοσμένο
      γενική του εφαρμοσμένου της εφαρμοσμένης του εφαρμοσμένου
    αιτιατική τον εφαρμοσμένο την εφαρμοσμένη το εφαρμοσμένο
     κλητική εφαρμοσμένε εφαρμοσμένη εφαρμοσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφαρμοσμένοι οι εφαρμοσμένες τα εφαρμοσμένα
      γενική των εφαρμοσμένων των εφαρμοσμένων των εφαρμοσμένων
    αιτιατική τους εφαρμοσμένους τις εφαρμοσμένες τα εφαρμοσμένα
     κλητική εφαρμοσμένοι εφαρμοσμένες εφαρμοσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφαρμοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφαρμόζω, εφαρμόζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εφαρμοσμένος, -η, -ο

  1. που εφαρμόζεται
  2. για κλάδο μιας επιστήμης που ασχολείται με την πρακτική εφαρμογή παρά τη θεωρητική έρευνα
    εφαρμοσμένα μαθηματικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία