ταχύπλοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχύπλοος < αρχαία ελληνική ταχύπλοος < ταχυ- + πλόος/πλοῦς
Επίθετο
επεξεργασίαταχύπλοος
- που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα πλέοντας στο νερό
- (ουσιαστικοποιημένο) ταχύπλοο: το σκάφος που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα πλέοντας στο νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχύπλοος
|