Δείτε επίσης: ύδωρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὕδωρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wódr̥ < *wed-. Συγγενές με τα αρχαία ελληνική ὕω, (λατινικά) unda, (σανσκριτικά) उदन् (udán), (χεττιτικά) 𒉿𒀀𒋻 (wa-a-tar), (παλαιά αρμενικά) գետ (get, ποταμός), (γοτθικά) 𐍅𐌰𐍄𐍉 (watō), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) вода, wæter (English water).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὕδωρ ουδέτερο, γενική ὕδατος

  • νερό
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 317 (315-317)
    οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν | κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ | νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
    Στα μέρη του | κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί | απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία