ὑδάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὑδάτιον < (ὕδωρ) ὑδατ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ τσακωνικά: υβάτσι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑδάτιον
- υποκοριστικό του ὕδωρ
- νεράκι
- (μετεωρολογία) μικρή βροχή, βροχούλα
Πηγές
επεξεργασία- ὑδάτιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑδάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.