Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑδροφοβί αἱ ὑδροφοβίαι
      γενική τῆς ὑδροφοβίᾱς τῶν ὑδροφοβιῶν
      δοτική τῇ ὑδροφοβί ταῖς ὑδροφοβίαις
    αιτιατική τὴν ὑδροφοβίᾱν τὰς ὑδροφοβίᾱς
     κλητική ! ὑδροφοβί ὑδροφοβίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑδροφοβί
γεν-δοτ τοῖν  ὑδροφοβίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑδροφοβία < ὑδρο- + -φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑδροφοβία

  • φόβος για το νερό (που εκδηλώνουν -ιδίως- όσοι έχουν λύσσα)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὕδωρ και φόβος

  Πηγές επεξεργασία