ὑδρώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑδρώδης | τὸ | ὑδρῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑδρώδους | τοῦ | ὑδρώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑδρώδει | τῷ | ὑδρώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑδρώδη | τὸ | ὑδρῶδες | ||
κλητική ὦ! | ὑδρῶδες | ὑδρῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑδρώδεις | τὰ | ὑδρώδη | ||
γενική | τῶν | ὑδρώδων | τῶν | ὑδρώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑδρώδεσῐ(ν) | τοῖς | ὑδρώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑδρώδεις | τὰ | ὑδρώδη | ||
κλητική ὦ! | ὑδρώδεις | ὑδρώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδρώδει | τὼ | ὑδρώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑδρώδοιν | τοῖν | ὑδρώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑδρώδης < (αρχαία ελληνική ὕδωρ) ὑδρ- + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαὑδρώδης, -ης, -ες
Πηγές
επεξεργασία- ὑδρώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.