→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑδρώδης τὸ ὑδρῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ὑδρώδους τοῦ ὑδρώδους
      δοτική τῷ/τῇ ὑδρώδει τῷ ὑδρώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑδρώδη τὸ ὑδρῶδες
     κλητική ! ὑδρῶδες ὑδρῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑδρώδεις τὰ ὑδρώδη
      γενική τῶν ὑδρώδων τῶν ὑδρώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑδρώδεσ(ν) τοῖς ὑδρώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑδρώδεις τὰ ὑδρώδη
     κλητική ! ὑδρώδεις ὑδρώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑδρώδει τὼ ὑδρώδει
      γεν-δοτ τοῖν ὑδρώδοιν τοῖν ὑδρώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑδρώδης < (αρχαία ελληνική ὕδωρ) ὑδρ- + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑδρώδης, -ης, -ες