Δείτε επίσης: ποτανός, ποταπός, Ποταμός, Κατηγορία:Ποταμοί

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποταμός οι ποταμοί
      γενική του ποταμού των ποταμών
    αιτιατική τον ποταμό τους ποταμούς
     κλητική ποταμέ ποταμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ποταμός

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ποταμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός
(μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fleuve[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /po.taˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τα‐μός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ποταμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) μεγάλη υδάτινη μάζα που ρέει σε μεγάλη απόσταση με φυσική ροή εντός μίας καθορισμένης κοίτης, ξεκινώντας από μία ή περισσότερες φυσικές πηγές ή λίμνες και καταλήγοντας στη θάλασσα ή σε λίμνη
    ο ποταμός Έβρος
  2. (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μεγάλη ποσότητα (υγρού)
    ποταμοί δακρύων
  3. κύρια οριζόντια δοκός στη βάση της στέγης
    με το σεισμό, έσπασε ο ποταμός της σκεπής

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

θέμα ποτ-

άλλα θέματα

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποταμός οἱ ποταμοί
      γενική τοῦ ποταμοῦ τῶν ποταμῶν
      δοτική τῷ ποταμ τοῖς ποταμοῖς
    αιτιατική τὸν ποταμόν τοὺς ποταμούς
     κλητική ! ποταμέ ποταμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποταμώ
γεν-δοτ τοῖν  ποταμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ποταμός, ήδη ομηρικό < θέμα ποτ- < μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του ἔπετ-ον (ἔπεσον) του πίπτω (οπότε η σημασία θα ήταν «πέφτω από ψηλά ή ορμητικά») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -αμός. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση με το πετάννυμι. [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ποταμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) ποταμός
  2. κανάλι
  3. (ως θεωνύμιο) → δείτε τη λέξη Ποταμός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

θέμα ποτ-

άλλα θέματα → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  ΠηγέςΕπεξεργασία