ποταμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποταμός | οι | ποταμοί |
γενική | του | ποταμού | των | ποταμών |
αιτιατική | τον | ποταμό | τους | ποταμούς |
κλητική | ποταμέ | ποταμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ποταμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός
- (μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fleuve[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.taˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τα‐μός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποταμός αρσενικό
- (γεωγραφία) μεγάλη υδάτινη μάζα που ρέει σε μεγάλη απόσταση με φυσική ροή εντός μίας καθορισμένης κοίτης, ξεκινώντας από μία ή περισσότερες φυσικές πηγές ή λίμνες και καταλήγοντας στη θάλασσα ή σε λίμνη
- ↪ ο ποταμός Έβρος
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μεγάλη ποσότητα (υγρού)
- ↪ ποταμοί δακρύων
- κύρια οριζόντια δοκός στη βάση της στέγης
- ↪ με το σεισμό, έσπασε ο ποταμός της σκεπής
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μυθιστόρημα ποταμός: το πολύ εκτενές μυθιστόρημα
- είναι άνω ποταμών: είναι ανυπόφορος, είναι εξοργιστικός
Επεξεργασία
θέμα ποτ-
άλλα θέματα
- πετ- → δείτε τη λέξη πετάω
- πτε- → δείτε τις λέξεις φτερό και πτερόν
- πτη- → δείτε τη λέξη πτηνό
- πτ-, πτω- → δείτε τις λέξεις πτώση και πίπτω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ποταμός
μυθιστόρημα-ποταμός
Επεξεργασία
- ↑ ποταμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποταμός | οἱ | ποταμοί |
γενική | τοῦ | ποταμοῦ | τῶν | ποταμῶν |
δοτική | τῷ | ποταμῷ | τοῖς | ποταμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ποταμόν | τοὺς | ποταμούς |
κλητική ὦ! | ποταμέ | ποταμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποταμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποταμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ποταμός, ήδη ομηρικό < θέμα ποτ- < μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του ἔπετ-ον (ἔπεσον) του πίπτω (οπότε η σημασία θα ήταν «πέφτω από ψηλά ή ορμητικά») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -αμός. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση με το πετάννυμι. [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποταμός αρσενικό
Επεξεργασία
θέμα ποτ-
- ποτάομαι
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
άλλα θέματα → δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πέτομαι
- πτε- → δείτε τη λέξη πτερόν
- πτη- → δείτε τη λέξη πτῆσις
- πτ, πτω- → δείτε τη λέξη πίπτω
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ποταμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποταμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.