Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.taˈmo/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿bo.taˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τα‐μός

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ποταμό αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποταμό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποταμό αρσενικό

  1. (γεωγραφία) ο ποταμός
    υποκοριστικό: ποταμούλι
  2. ο γαλαξίας
  3. χοντρό καδρόνι ή δοκάρι στο μάκρος της στέγης ή του πατώματος που στηρίζει άλλα μικρότερα