Κατηγορία:Τσακωνικά
Γλώσσα: Νέα ελληνικά - Τσακωνικά » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
τσακωνικά
|
Βιβλιογραφία (greek-language.gr)
- πρότυπο
{{Π:Κωστάκης}}
με οδηγίες για σύνδεσμο στο repository της Ακαδημίας Αθηνών. Εμφανίζει
Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987) - Δέφνερ Μ., Λεξικόν της τσακωνικής διαλέκτου [Λεξικογραφικόν αρχείον της Μέσης και Νέας Ελληνικής, Παράρτημα τόμους], εν Αθήναις (Τυπογραφείον «Εστία»), 1923. [ΣτΕ: με αρκετά παρωχημένα ή αναθεωρημένα από τον Κωστάκη.]
Ηχητικά αρχεία
- δείγμα ηχητικού αρχείου (2004, Βασκίνα, επαρχία Κυνουρίας, νομός Αρκαδίας] στο ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 11 υποκατηγορίες, από 11 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Τσακωνικά"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 121 σελίδες, από 121 συνολικά.
Α
- α-
- α αστραπά να νι κόψει
- αβάκα
- αβανία
- αβάρα
- αέλα
- α κλειστά χέρα μούζε όνι κιάνα
- α κότα πίνοντα νερέ, μα θωρώντα τσαι το Θεέ
- α κουβέντα ένι μάγια, έσι ξεχαίνου να φύτσερε
- άλε έκι κόφου το τσούα, τσ' άλλε έκι κοντζύζου
- άμα δε θέου ο Θεό, δεν κουνιζόμνα πέτρα
- άμα κοφτεί κοντέ το όγκιουμα, όνι μακραίντα
- άμα ναθεί ντυό φορέ το κακού, μεγαώντα
- άμα 'νι δενατέ ο οχτρέ, μη νι κειράζερε
- αμέρα
- άντε
- απέ
- από
- αραμάτσε πετσί τσαι κόκαλε
- αρίκου νυρωιδία
- άρτε
- α υγεία τσ' ο παρά τσ' ο δήχο ούνι έχουντε γκζουμμό
Ε
Κ
Μ
Ν
Ο
- ο άνθρωπο ο βουλευκή τσ' ο Θεό ο κοψοβούλη
- ο γάιδαρε πεκώ τον πετεινέ τσεφάβα
- ο ζυγό 'πακούτσε του βούε
- ο ήλιε να μη ντ' οράει
- οι κωάκου να ντι φάνι
- οι ψείρε εμποίκαϊ πορεία
- ο νοτία τσ' α γουναίκα δέν έχα μπιστοσύνα
- όπουρ ένι λίντα το άτσι, να λίωι τσαι οι κατάρε
- όσα 'νι φεζίκα α ούρα, όνι φεζίκου σι ο χρόνε
- ότσιρε γυρεύοντα τα ποά, χάνω 'τα τσαι τα λίγα
- -ούλι
- ο χοντάτε το νησικό όνι καταβαίνου νι
- οψιλέ
- ο ψιλέ ένι ζηλέ