τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίατοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο
- (μεταφορικά) κοίταξέ με με ένα μάτι, να σε κοιτάξω με τα δύο, αν με προσέξεις θα σου το ανταποδώσω σε μεγαλύτερο βαθμό
Πηγές
επεξεργασία- κοιτάζω - σελ.86.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens