βαλέτσ' ταν κληματούδα, βαλέτσ' μελέ
Τσακωνικά (tsd) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλέτσ' ταν κληματούδα, βαλέτσ' μελέ < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση επεξεργασία
βαλέτσ' ταν κληματούδα, βαλέτσ' μελέ
- (μεταφορικά) αφού έβαλε την κληματόβεργα (δηλαδή παντρεύτηκε) έβαλε και μυαλό
Πηγές επεξεργασία
- κληματούδα - σελ.82.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens