Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κληματόβεργα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κληματόβεργ
α
οι
κληματόβεργ
ες
γενική
της
κληματόβεργ
ας
των
κληματοβεργ
ών
αιτιατική
την
κληματόβεργ
α
τις
κληματόβεργ
ες
κλητική
κληματόβεργ
α
κληματόβεργ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κληματόβεργα
<
κλήμα
+
-ο-
+
βέργα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κληματόβεργα
θηλυκό
κλαδί
του
κλήματος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αμπελόβεργα
αμπελοκλάδι
κληματίδα
/
κληματσίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κληματόβεργα
αγγλικά
:
bine
(en)
ισπανικά
:
sarmiento
(es)