κληματσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κληματσίδα < μεσαιωνική ελληνική κληματσίδα < αρχαία ελληνική κληματίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακληματσίδα θηλυκό
- η κληματόβεργα
- (φυτό) η αγράμπελη
- είδος περικοκλάδας που φυτρώνει και σκαρφαλώνει στα δάση και στους φράχτες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κληματόβεργα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κληματσίδα
|