Δείτε επίσης: περιπλοκάδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περικοκλάδα οι περικοκλάδες
      γενική της περικοκλάδας των περικοκλάδων
    αιτιατική την περικοκλάδα τις περικοκλάδες
     κλητική περικοκλάδα περικοκλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικοκλάδα < περιπλοκάδα με αντιμετάθεση [plok] > [kokl] [1] → δείτε  περι-, πλέκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.koˈkla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐κο‐κλά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περικοκλάδα θηλυκό

  1. (βοτανική, λουλούδι) πολυετές φυτό, ανήκει στην οικογένεια Convolvulaceae, με αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ. Τα φύλλα έχουν τριγωνικό σχήμα και στη βάση καταλήγουν σε μυτερούς λοβούς. Τα μεγάλα και εντυπωσιακά άνθη εμφανίζονται μεμονωμένα, στις μασχάλες των φύλλων. Έχουν λευκή, συμπέταλη χοανοειδή στεφάνη, μήκους έως 5 εκ.
  2. (γενικότερα) κάθε αναρριχώμενο φυτό του οποίου τα στελέχη απλώνονται
  3. (ειδικότερα) ένα στέλεχος οποιουδήποτε αναρριχώμενου φυτού
  4. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) φιοριτούρα, σάλτσα, λόγος που υπεκφεύγει με πλάγιο και περίπλοκο τρόπο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία