Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεκφεύγω < αρχαία ελληνική ὑπεκφεύγω

  Ρήμα επεξεργασία

υπεκφεύγω

  • αποφεύγω κάτι/κάποιον με δεξιότητα - αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία