υπεκφυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπεκφυγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω, το να αποφεύγεις να τοποθετηθείς σε ένα ζήτημα ή να απαντήσεις ξεκάθαρα σε μια ερώτηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπεκφυγή