faux-fuyant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo⋅fɥi.jɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
faux-fuyant | faux-fuyants |
faux-fuyant (fr) αρσενικό
- η υπεκφυγή
ενικός | πληθυντικός |
faux-fuyant | faux-fuyants |
faux-fuyant (fr) αρσενικό