φιοριτούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιοριτούρα | οι | φιοριτούρες |
γενική | της | φιοριτούρας | — | |
αιτιατική | τη | φιοριτούρα | τις | φιοριτούρες |
κλητική | φιοριτούρα | φιοριτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιοριτούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fioritura < fiorito + -ura < fiorire < δημώδης λατινική *florīre < λατινική floreo < flos (άνθος) < πρωτοϊταλική *flōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰleh₃-s (λουλούδι, άνθος) < *bʰleh₃- (ανθίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fço.ɾiˈtu.ɾa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιοριτούρα θηλυκό
- υπερβολικά εξεζητημένη συμπεριφορά και έκφραση
- φλυαρία
- (μουσική) ποίκιλμα ή στόλισμα με το οποίο ο τραγουδιστής ή οργανοπαίκτης επενδύει μια απλούστερη μουσική φράση ή μελωδία για καλλωπισμό ή ανάδειξη της δεξιοτεχνίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιοριτούρα