flos
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flos < πρωτοϊταλική *flōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₃-s (λουλούδι, άνθος) < *bʰleh₃- (ανθίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
flos (la) αρσενικό
- άνθος, λουλούδι
- (μεταφορικά) το καλύτερο τμήμα από κάτι
- (μεταφορικά) στολίδι, καλλωπισμός
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flos | florēs |
γενική | floris | florum |
δοτική | florī | floribus |
αιτιατική | florem | florēs |
κλητική | flos | florēs |
αφαιρετική | flore | floribus |
Πηγές επεξεργασία
- flos - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.