αντιμετάθεση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμετάθεση | οι | αντιμεταθέσεις |
γενική | της | αντιμετάθεσης* | των | αντιμεταθέσεων |
αιτιατική | την | αντιμετάθεση | τις | αντιμεταθέσεις |
κλητική | αντιμετάθεση | αντιμεταθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμεταθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιμετάθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιμετάθεσις < ἀντί + αρχαία ελληνική μετάθεσις (αντι- + μετάθεση) < μετατίθημι < τίθημι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντιμετάθεση θηλυκό
- (λόγιο) αλλαγή θέσης με αμοιβαίο τρόπο
- (γραμματική, γλωσσολογία) αμοιβαία αλλαγή θέσης δύο διαδοχικών φθόγγων ή συλλαβών
- (γραμματική) αντιμετάθεση χρόνου: η αντιμεταχώρηση
- (μαθηματικά) η σταθερότητα του αποτελέσματος όταν αλλάζει η σειρά των όρων, όπως στην πρόσθεση στον πολλαπλασιαμό
- ↪ παράδειγμα: 3+4 = 4+3 = 7
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις μεταθέτω και θέτω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντιμετάθεση
ΠηγέςΕπεξεργασία
- αντιμετάθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)