πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμετάθεση οι αντιμεταθέσεις
      γενική της αντιμετάθεσης* των αντιμεταθέσεων
    αιτιατική την αντιμετάθεση τις αντιμεταθέσεις
     κλητική αντιμετάθεση αντιμεταθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμεταθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιμετάθεση θηλυκό

  1. (λόγιο) αλλαγή θέσης με αμοιβαίο τρόπο
  2. (γραμματική, γλωσσολογία) αμοιβαία αλλαγή θέσης δύο διαδοχικών φθόγγων ή συλλαβών
     συνώνυμα: μετάθεση
  3. (γραμματική) αντιμετάθεση χρόνου: η αντιμεταχώρηση
  4. (μαθηματικά) η σταθερότητα του αποτελέσματος όταν αλλάζει η σειρά των όρων, όπως στην πρόσθεση στον πολλαπλασιαμό
      παράδειγμα: 3+4 = 4+3 = 7

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία