transposition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
transposition (en)
- (μαθηματικά) η αντιμετάθεση
- υπερώνυμο: permutation (μετάθεση)
- (μουσική) η τονική μεταφορά, η συνολική τονική μελωδική μετατόπιση χωρίς διατάραξη των διαστημάτων μέσα στη σύνθεση
- υπερώνυμο: modulation (μετατροπία)