Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμπελόβεργα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αμπελόβεργ
α
οι
αμπελόβεργ
ες
γενική
της
αμπελόβεργ
ας
των
αμπελοβεργ
ών
αιτιατική
την
αμπελόβεργ
α
τις
αμπελόβεργ
ες
κλητική
αμπελόβεργ
α
αμπελόβεργ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμπελόβεργα
<
αμπέλι
+
-ο-
+
βέργα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμπελόβεργα
θηλυκό
η
κληματόβεργα
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κληματόβεργα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμπελόβεργα
→
δείτε
τη λέξη
κληματόβεργα