Δείτε επίσης: Κλήμα, κλῆμα, κλίμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλήμα τα κλήματα
      γενική του κλήματος των κλημάτων
    αιτιατική το κλήμα τα κλήματα
     κλητική κλήμα κλήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χωράφι με κλήματα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλήμα ουδέτερο

  1. (βοτανική) το αμπέλι, η άμπελος, το φυτό που παράγει το σταφύλι
  2. (μεταφορικά) (θρησκεία) η περιφέρεια και το σύνολο των ιερωμένων ενός Πατριαρχείου ή μιας αυτοκέφαλης ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία