• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κλάω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα 1
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Παράγωγα
    • 1.3 Ρήμα 2
      • 1.3.1 Πηγές

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)

Ρήμα 1

επεξεργασία

κλάω/κλῶ

  1. σπάζω, θραύω
  2. αποκόπτω
  3. κόβω σε κομμάτια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • θλάω
  • θραύω
  • ρήγνυμι

Παράγωγα

επεξεργασία
  • κλάδος
  • κλάσις
  • κλάσμα
  • κλάστης
  • κλῆμα
  • κλῆρος

Ρήμα 2

επεξεργασία

κλάω

  • αττικός τύπος του κλαίω

Πηγές

επεξεργασία
  • κλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κλάω&oldid=7095402"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Απριλίου 2025, στις 04:16

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Latviešu
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Απριλίου 2025, στις 04:16.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας