κλάσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλάσμα | τα | κλάσματα |
γενική | του | κλάσματος | των | κλασμάτων |
αιτιατική | το | κλάσμα | τα | κλάσματα |
κλητική | κλάσμα | κλάσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλάσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλάσμα < κλάω. Για την έννοια του τμήματος σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fraction.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkla.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλά‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλάσμα ουδέτερο
- (μαθηματικά) τρόπος παράστασης της διαίρεσης δύο αριθμών με οριζόντια γραμμή που χωρίζει τον διαιρετέο από το διαιρέτη (στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται αριθμητής και παρονομαστής)
- γνήσιο, νόθο ή καταχρηστικό κλάσμα, ομώνυμα, ετερώνυμα κλάσματα
- τμήμα ενός συνόλου
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλάσμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κλάσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας