αριθμητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αριθμητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αριθμητής αρσενικό
- (μαθηματικά) ο όρος του κλάσματος που βρίσκεται πάνω από τη γραμμή
- ⮡ στο κλάσμα: , ο είναι ο αριθμητής και ο ο παρονομαστής