Ουσιαστικό

επεξεργασία

fraction (en)

  1. κλάσμα, μέρος
  2. (μαθηματικά) κλάσμα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fraction fractions

fraction (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) το κλάσμα
  2. το τμήμα, το μέρος

Συγγενικά

επεξεργασία