fraction
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
fraction (en)
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fraction | fractions |
fraction (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) το κλάσμα
- το τμήμα, το μέρος