Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fraction fractions

fraction (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) το κλάσμα
  2. το τμήμα, το μέρος
  3. η φράξια

Συγγενικά

επεξεργασία