Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bruch die Brüche
γενική des Bruches
Bruchs
der Brüche
δοτική dem Bruch
Bruche
den Brüchen
αιτιατική den Bruch die Brüche

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Bruch (de) αρσενικό

  1. σπάσιμο, ρήξη
  2. (μαθηματικά) κλάσμα

Σύνθετα επεξεργασία


  Κύριο όνομα επεξεργασία

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Bruch < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Bruch < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]