Schiffbruch
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Schiffbruch | die | Schiffbrüche |
γενική | des | Schiffbruches Schiffbruchs |
der | Schiffbrüche |
δοτική | dem | Schiffbruch Schiffbruche |
den | Schiffbrüchen |
αιτιατική | den | Schiffbruch | die | Schiffbrüche |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSchiffbruch (de) αρσενικό