↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Schiff die Schiffe
γενική des Schiffs
Schiffes
der Schiffe
δοτική dem Schiff
Schiffe
den Schiffen
αιτιατική das Schiff die Schiffe

  Προφορά

επεξεργασία
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Schiff (de) (πληθυντικός Schiffe) ουδέτερο

  • πλοίο
    Das Schiff durchpflügt die Meere. - Το πλοίο οργώνει τις θάλασσες.

Συγγενικά

επεξεργασία


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Schiff < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Schiff < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Schiff αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]