παρονομαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρονομαστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dénominateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρονομαστής αρσενικό
- (μαθηματικά) το ένα από τα δύο μέρη του κλάσματος (το κάτω από τη γραμμή του απλού κλάσματος), ο αριθμός που εκφράζει σε πόσα μέρη διαιρείται κάτι.
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε
- είμαστε στον ίδιο παρονομαστή (δεν αλλάζει κάτι προς το καλύτερο, κάτι παραπάνω)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τμήμα κλάσματος