dénominateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dénominateur | dénominateurs |
Ετυμολογία
επεξεργασία- dénominateur < λατινική denominator
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.nɔ.mi.na.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdénominateur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
dénominateur | dénominateurs |
dénominateur (fr) αρσενικό