αρτοκλασία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρτοκλασία < μεσαιωνική ελληνική ἀρτοκλασία < αρχαία ελληνική ἄρτος (ψωμί) + κλάω-κλῶ, (σπάζω, κόβω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρτοκλασία θηλυκό
- (θρησκεία) εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί ψωμιά τα οποία, κατά την απόλυση, μοιράζονται, κομμάτι κομμάτι, στους πιστούς
- ※ μετά τη θεία Λειτουργία τελέσθηκε αρτοκλασία και ακολούθησε λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας