αρτοκλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρτοκλασία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀρτοκλασία < ἀρτο- + κλάσ(ις) (σπάσιμο) (< κλάω) + -ία[1][2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.to.klaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐το‐κλα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτοκλασία θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) τελετή κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί ψωμιά (τον άρτο) που, κατά την απόλυση, μοιράζονται, κομμάτι κομμάτι, στους πιστούς
- ⮡ Μετά τη Θεία Λειτουργία τελέσθηκε αρτοκλασία και ακολούθησε λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αρτοπλασία (παρετυμολογικά)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- για το δεύτερο συνθετικό → δείτε και τη λέξη εικονοκλασία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αρτοκλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αρτοκλασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αρτοκλασία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας