αρτοπλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρτοπλασία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀρτοπλασία. Μορφολογικά αναλύεται σε αρτο- + αρχαία ελληνική πλάσ(ις) (< πλάσσω (πλάθω) + -ία, που δεν έχει την ίδια σημασία με το νεότερο συνθετικό -πλασία (στην ιατρική) [1]
- η σημασία «αρτοκλασία»: παρετυμολογική σύνδεση -κλασία -πλασία [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.to.plaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐το‐πλα‐σί‐α
- παρώνυμο: αρτοκλασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτοπλασία θηλυκό
- (παρωχημένο) το πλάσιμο ψωμιού
- παρώνυμο, μορφή του αρτοκλασία
- ※ μὰ ἐκεῖνος ὁ γάϊδαρος ὁπὄχει τὴν ἀρτοπλασία θέλει νἆ ναι καλὰ καὶ τοῦ χρόνου[…]
- Ανδρέας Λασκαράτος(ΚΕΤ), 1811-1901 Άπαντα, Εκδόσεις Άτλας, Τόμος 1ος, σελ. 145 απόσπασμα@books.google.
- ※ μὰ ἐκεῖνος ὁ γάϊδαρος ὁπὄχει τὴν ἀρτοπλασία θέλει νἆ ναι καλὰ καὶ τοῦ χρόνου[…]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις άρτος και πλάθω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρτοπλασία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρτοπλασία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ἀρτοπλασία - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: με σημείωση στη δεύτερη σημασία, «ἀρτοκλασία»: «κατὰ παρετυμολογικὴν σύνδεσιν»
Πηγές
επεξεργασία- αρτοπλασία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)