pain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pain | pains |
pain (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πόνος, πονάω
- ⮡ I told the doctor the pain won’t go away.
- Είπα στην γιατρό ότι ο πόνος δε φεύγει.
- ⮡ They had to give him a second shot to not be in pain.
- Χρειάστηκε να του κάνουν και δεύτερη ένεση για να μην πονάει.
- ⮡ My back is in pain./I have pain in my back.
- Με πονάει η πλάτη.
- ⮡ I told the doctor the pain won’t go away.
- (ανεπίσημο) ένα ενοχλητικός άτομο ή πράγμα
- ⮡ I don’t want to be a pain.
- Δε θέλω να σας φανώ ενοχλητικός.
- ⮡ I don’t want to be a pain.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pains |
αόριστος | pained |
παθητική μετοχή | pained |
ενεργητική μετοχή | paining |
pain (en)
- πονάω, προξενώ πόνο
- ⮡ It pains me to think that…
- Με πονάει που σκέφτομαι ότι…
- ⮡ It pains me to think that…
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pain | pains |
pain (fr) αρσενικό
- το ψωμί, η φραντζόλα, ο άρτος
- (Γαλλία) ένα είδος μπαγκέτας 400 γραμμαρίων
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που έχει μορφή ψωμιού
- (οικείο) η γροθιά
- (αργκό, μουσική) λάθος νότα
Συγγενικά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpain και pan αρσενικό
- το ψωμί