Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pain (en)

  1. ο πόνος
    I told the doctor the pain won’t go away.
    Είπα στην γιατρό ότι ο πόνος δε φεύγει.
  2. (ανεπίσημο) ένα ενοχλητικός άτομο ή πράγμα
    I don’t want to be a pain.
    Δε θέλω να σας φανώ ενοχλητικός.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pain < pan < λατινική panis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pain pains

pain (fr) αρσενικό

  1. το ψωμί, η φραντζόλα, ο άρτος
  2. (Γαλλία) ένα είδος μπαγκέτας 400 γραμμαρίων
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που έχει μορφή ψωμιού
  4. (οικείο) η γροθιά
  5. (αργκό, μουσική) λάθος νότα
     συνώνυμα: fausse note

Συγγενικά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία



Παλαιά γαλλικά (fro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pain και pan αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία