ενικός         πληθυντικός  
painkiller painkillers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
painkiller < pain + killer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

painkiller (en)

  • (φαρμακευτική) το παυσίπονο
    ⮡  The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
    Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.

Συνώνυμα

επεξεργασία