• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παυσίπονο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παυσίπονο < παυσι- + πόνος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παυσίπονο ουδέτερο

  • (φαρμακευτική): φάρμακο που σταματάει ή μειώνει τον πόνο

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αναλγητικό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παυσίπονο
  • αγγλικά : painkiller (en), analgesic (en)
  • γαλλικά : calmant (fr), analgésique (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παυσίπονο&oldid=5503541"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie