Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παυσίπονο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
παυσίπονο
<
παυσι-
+
πόνος
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
παυσίπονο
ουδέτερο
(
φαρμακευτική
):
φάρμακο
που
σταματάει
ή
μειώνει
τον
πόνο
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αναλγητικό
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
παυσίπονο
αγγλικά
:
painkiller
(en)
,
analgesic
(en)
γαλλικά
:
calmant
(fr)
,
analgésique
(fr)