↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναλγητικό τα αναλγητικά
      γενική του αναλγητικού των αναλγητικών
    αιτιατική το αναλγητικό τα αναλγητικά
     κλητική αναλγητικό αναλγητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναλγητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλγητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναλγητικό ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναλγητικό