αναλγητικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλγητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλγητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναλγητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου για την ανακούφιση ή την εξάλειψη του πόνου.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλγητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναλγητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναλγητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναλγητικός