αναλγητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλγητικός < από το στερητικό αν- + άλγος
Επίθετο
επεξεργασίααναλγητικός
- αυτός που μπορεί να προκαλέσει ανακούφιση από τον πόνο.
- Π.χ. οι αναλγητικές ιδιότητες των σαλικυλικών.
αναλγητικός