μυαλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυαλγία | οι | μυαλγίες |
γενική | της | μυαλγίας | των | μυαλγιών |
αιτιατική | τη | μυαλγία | τις | μυαλγίες |
κλητική | μυαλγία | μυαλγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυαλγία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυαλγία