-αλγία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -αλγία | οι | -αλγίες |
γενική | της | -αλγίας | των | -αλγιών |
αιτιατική | τη(ν) | -αλγία | τις | -αλγίες |
κλητική | -αλγία | -αλγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -αλγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -αλγία (ἄλγος) και λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική -algia, μέσω γλωσσών όπως τα γαλλικά (-algie) ή τα γερμανικά (-algie)[1][2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /alˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -αλ‐γί‐α
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-αλγία θηλυκό
- (ιατρική) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνουν πόνο στο σημείο που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
Επεξεργασία
- -αλγικός (επίθετο)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-αλγία
Επεξεργασία
- ↑ -αλγια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- λήγουν σε -αλγία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -αλγία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αλγία (ἄλγος)
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-αλγία θηλυκό
- επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνουν πόνο στο σημείο που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -αλγίᾱ | αἱ | -αλγίαι |
γενική | τῆς | -αλγίᾱς | τῶν | -αλγιῶν |
δοτική | τῇ | -αλγίᾳ | ταῖς | -αλγίαις |
αιτιατική | τὴν | -αλγίᾱν | τὰς | -αλγίᾱς |
κλητική ὦ! | -αλγίᾱ | -αλγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -αλγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -αλγίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-αλγία θηλυκό
- επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνουν πόνο, λύπη, ασθένεια ή παθολογική κατάσταση στο σημείο που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
- γλωσσαλγία (ακατάπαυστη φλυαρία)
- κεφαλαλγία (πονοκέφαλος)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Λέξεις -αλγία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts