καρδιαλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιαλγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρδιαλγία,[1] Μορφολογικά αναλύεται σε καρδιά + -αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιαλγία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιαλγία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καρδιαλγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας