Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νευραλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νευραλγί
α
οι
νευραλγί
ες
γενική
της
νευραλγί
ας
των
νευραλγι
ών
αιτιατική
τη
νευραλγί
α
τις
νευραλγί
ες
κλητική
νευραλγί
α
νευραλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νευραλγία
<
νεύρο
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νευραλγία
θηλυκό
(
ιατρική
)
πόνος
στην περιοχή ενός
αισθητήριου
νεύρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νευραλγία
γαλλικά
:
névralgie
(fr)