Δείτε επίσης: ωμαλγία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠμαλγί αἱ ὠμαλγίαι
      γενική τῆς ὠμαλγίᾱς τῶν ὠμαλγιῶν
      δοτική τῇ ὠμαλγί ταῖς ὠμαλγίαις
    αιτιατική τὴν ὠμαλγίᾱν τὰς ὠμαλγίᾱς
     κλητική ! ὠμαλγί ὠμαλγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμαλγί
γεν-δοτ τοῖν  ὠμαλγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμαλγία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὦμος, ὠμ- + -αλγία (άλγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠμαλγία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Απόγονοι

επεξεργασία

ὠμαλγία (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: ωμαλγία
νεολατινικά: omalgia (νεοκλασικό σύνθετο om- + -algia)
αγγλικά: omalgia
γερμανικά: Omalgia
γαλλικά: omalgie