ὠμαλγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὠμαλγίᾱ | αἱ | ὠμαλγίαι | ||||
γενική | τῆς | ὠμαλγίᾱς | τῶν | ὠμαλγιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὠμαλγίᾳ | ταῖς | ὠμαλγίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὠμαλγίᾱν | τὰς | ὠμαλγίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὠμαλγίᾱ | ὠμαλγίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμαλγίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμαλγίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠμαλγία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὦμος, ὠμ- + -αλγία (άλγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠμαλγία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Απόγονοι
επεξεργασίαὠμαλγία (ελληνιστική κοινή)
- ⇘ νέα ελληνικά: ωμαλγία
- ↴ νεολατινικά: omalgia (νεοκλασικό σύνθετο om- + -algia)
Πηγές
επεξεργασία- ὠμαλγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.