ωμαλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωμαλγία | οι | ωμαλγίες |
γενική | της | ωμαλγίας | των | ωμαλγιών |
αιτιατική | την | ωμαλγία | τις | ωμαλγίες |
κλητική | ωμαλγία | ωμαλγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωμαλγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὠμαλγία. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Μορφολογικά αναλύεται σε ώμ(ος) ωμ- + -αλγία < άλγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.malˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐μαλ‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωμαλγία θηλυκό
- (πάθηση) ο πόνος του ώμου
- ⮡ Η ωμαλγία ίσως σημαίνει αρθριτικά, να ρωτήσουμε ρευματολόγο ή ορθοπεδικό άραγε;
- ⮡ Πάσχει από συχνές ωμαλγίες.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωμαλγία