άλγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλγος | τα | άλγη |
γενική | του | άλγους | των | αλγών |
αιτιατική | το | άλγος | τα | άλγη |
κλητική | άλγος | άλγη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άλγος < αρχαία ελληνική ἄλγος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάλγος ουδέτερο
- o πόνος