Schmerz
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Schmerz (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Schmerzen)
- ο φυσικός ή ψυχικός πόνος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- Freude θηλυκό
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Schmerz < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Schmerz αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]