• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

Leid

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γερμανικά (de) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

Leid (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική das Leid -
γενική des Leids
des Leides
-
δοτική dem Leid
dem Leide
-
αιτιατική das Leid -

das Leid (de) ουδέτερο

  1. ο πόνος
    ≈ συνώνυμα: der Schmerz (de)
  2. η θλίψη, η λύπη
    ≈ συνώνυμα: der Kummer (de)
    ≠ αντώνυμα: die Freude (de)
  3. το κακό, η δυστυχία
    ≈ συνώνυμα: das Unrecht (de)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • leid
  • leiden
  • Leiden
  • leider
  • leidig
  • leidvoll
  • leidtun
  • leidtragend
  • Leidwesen
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Leid&oldid=4077997"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Αυγούστου 2019, στις 16:13

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Αυγούστου 2019, στις 16:13.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie