Freude
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Freude | die | Freuden |
γενική | der | Freude | der | Freuden |
δοτική | der | Freude | den | Freuden |
αιτιατική | die | Freude | die | Freuden |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Freude (de) θηλυκό
- η χαρά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- Kummer αρσενικό
- Melancholie θηλυκό
- Traurigkeit θηλυκό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Freude αρσενικό ή θηλυκό