αλγεινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλγεινός | η | αλγεινή | το | αλγεινό |
γενική | του | αλγεινού | της | αλγεινής | του | αλγεινού |
αιτιατική | τον | αλγεινό | την | αλγεινή | το | αλγεινό |
κλητική | αλγεινέ | αλγεινή | αλγεινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλγεινοί | οι | αλγεινές | τα | αλγεινά |
γενική | των | αλγεινών | των | αλγεινών | των | αλγεινών |
αιτιατική | τους | αλγεινούς | τις | αλγεινές | τα | αλγεινά |
κλητική | αλγεινοί | αλγεινές | αλγεινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλγεινός < αρχαία ελληνική ἀλγεινός < ἄλγος
Επίθετο
επεξεργασίααλγεινός, -ή, -ό
- (λόγιο) αυτός που προκαλεί άλγος, πόνο, κυρίως ψυχικό
- Εν τω μεταξύ αλγεινή εντύπωση δημιουργούν οι δικαιολογίες της κυπριακής κυβέρνησης για το νομοσχέδιο που αφορούσε το «κούρεμα» καταθέσεων και είχε ετοιμαστεί πριν από την απόφαση του Eurogroup. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άλγος